- μελασμός
- μελασμός, ὁ (Α) [μελαίνω]1. το μελάνιασμα τών σαρκών τού σώματος λόγω νεκρώσεως2. το να βάφει κάποιος κάτι μαύρο, το μαύρισμα («μελασμοὶ τριχῶν», Διοσκ.)3. μαύρο στίγμα, μαύρη κηλίδα4. (για φίδι) το να έχει μαύρο δέρμα.
Dictionary of Greek. 2013.